Πώς μπορεί να προχωρήσει η τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας
Τον Μάιο του 2015 η τουρκική κυβέρνηση μαζί με εκπροσώπους της ΕΕ, εξέδωσε ένα μνημόνιο κατανόησης με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση της υφιστάμενης τελωνειακής ένωσης μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτός ο στόχος για την επέκταση των σχέσεων οικονομικής πολιτικής μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, χωριστά από το στάσιμο κοινοτικό κεκτημένο, μπορεί να φαίνεται σε πρώτη ματιά περίεργο, αλλά αντιπροσωπεύει ένα πιθανό βήμα προς το να αποτραπεί η διάσπαση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο περιοχών.
Ενώ οι πολιτικές διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν έχουν σημειώσει αρκετή πρόοδο τα τελευταία χρόνια, οι διμερείς οικονομικές σχέσεις εξελίσσονται με έναν θετικό τρόπο παρά το γεγονός ότι η τουρκική συμμετοχή στην τελωνειακή ένωση αρχικά περιορίζεται σε βιομηχανικά αγαθά και επεξεργασμένα αγροτικά αγαθά. Το σημείο εκκίνησης για την θετική αυτή οικονομική εξέλιξη ήταν η Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Τουρκίας και της πρώην ΕΟΚ, η αποκαλούμενη συμφωνία της Άγκυρας. Με έναρξη το 1963, κατέληξε στην υπογραφή της τρέχουσας τελωνειακής ένωσης το 1995, η οποία τέθηκε σε ισχύ ένα χρόνο αργότερα, το 1996. Η τουρκική βιομηχανία έχει ως εκ τούτου συνδεθεί όλο και περισσότερο με την ισχυρή ανάπτυξη τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών στην Τουρκία από το 1996. Συγκεκριμένα, οι γερμανικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την τελωνειακή ένωση με την Τουρκία για να παράγουν ενδιάμεσα αγαθά με μικρό κόστος στην χώρα και στη συνέχεια τα επανεισάγουν για περαιτέρω επεξεργασία στην Γερμανία. Δεν αποτελεί ως εκ τούτου έκπληξη ότι η πλειοψηφία των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία προέρχεται από γερμανικές εταιρείες.
Πώς μπορεί να προχωρήσει η τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας
Επιπλέον, στο Σχήμα 3 παρουσιάζει την σύνθεση των ετήσιων τουρκικών εξαγωγών στην ΕΕ, κάνοντας μια διάκριση μεταξύ των αγαθών υψηλής, μεσαία υψηλής, μεσαία χαμηλής και χαμηλής τεχνολογίας. Γίνεται πολύ ξεκάθαρο ότι η εισαγωγή της τελωνειακής ένωσης έχει οδηγήσει σε μια σημαντική αύξηση των εξαγωγών στην ΕΕ, η οποία κατηγοριοποιείται ως μεσαία υψηλή και μεσαία χαμηλής τεχνολογίας.
Η ενσωμάτωση της τουρκικής βιομηχανίας στην οικονομία της ΕΕ γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν το εμπόριο σε τελικά και ενδιάμεσα αγαθά εξετάζεται πιο σεντς σε κλαδικό επίπεδο. Το Σχήμα 4 αποδεικνύει ότι, στον τουρκικό κλάδο των μετάλλων για παράδειγμα, σχεδόν το 85% των εξαγόμενων αγαθών μεταλλουργίας προς την ΕΕ, είναι ενδιάμεσα αγαθά. Ένα παρόμοιο διμερές εμπορικό πρότυπο μπορεί να βρεθεί στην κλάδο των χημικών. ΤΟ ισχυρό τουρκό-ευρωπαίκό εμπόριο ενδιάμεσων αγαθών μπορεί επίσης να βρεθεί, σε μικρότερο βαθμό, στον κλάδο των αυτοκινήτων.
Αυτά τα περιγραφικά συστατικά δείχνουν σαφώς ότι η Τουρκία χρησιμοποιείται ολο και περισσότερο από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ως ένα σημείο παραγωγής για ενδιάμεσα αγαθά όπου τα στοιχεία βελτιώνονται και στη συνέχεια επανεισάγονται στην ΕΕ. Με την τελωνειακή ένωση, η Τουρκία έχει γίνει όλο και περισσότερο ένα σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών αλυσίδων παραγωγής.
Η επιτυχία αυτής της οικονομικής ολοκλήρωσης, βρίσκεται ωστόσο υπό απειλή για κάποιο διάστημα, από τη στιγμή που η θεσμικών αδυναμία στην οργάνωση της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης για την Τουρκία έχουν φέρει προοπτικές αρνητικών συνεπειών για την τουρκική βιομηχανία. Η εστίαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπογραφή νέων περιφερειακών εμπορικών συμφωνιών, όπως ε τις ΗΠΑ (η Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση), με την Ιαπωνία και τον Καναδά για παράδειγμα, έχει αναδείξει θεσμικά αδύνατα σημεία σε ό,τι ήταν στο παρελθόν μια επιτυχημένη τελωνειακή ένωση μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα της τελωνειακής ένωσης που συμφωνήθηκε με την ΕΕ, και η αντίστοιχη αρχή της κοινής τελωνειακής εναρμόνισης για τρίτες χώρες, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ανοίξει την αγορά της σε αυτές τις τρίτες χώρες όταν η ΕΕ υπογράψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με αυτές. Σε αντάλλαγμα, οι τουρκικές επιχειρήσεις μπορούν να καθιερώσουν ελεύθερο εμπόριο με τα κράτη της ΕΕ, αλλά δεν μπορούν να διεκδικήσουν κανένα από τα οφέλη που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς σε τρίτες χώρες. Τεχνικά, υπάρχει μια διάκριση σε βάρος των τουρκικών εξαγωγών στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τρίτες χώρες, από τη στιγμή που οι εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ διαπραγματεύονται σε επίπεδο ΕΕ και τα μη κράτη-μέλη δεν έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν στις συμφωνίες.
Η ανάλυσή μας δείχνει ξεκάθαρα ότι χωρίς μια αναθεωρημένη εμπορική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, η Τουρκία αντιμετωπίζει την απειλή σημαντικών απωλειών από το εξωτερικό εμπόριο,. Η εκτιμώμενη δυνητική απώλεια μεσοπρόθεσμα, που ανέρχεται σε περίπου 0,01% του τουρκικού ΑΕΠ, φαίνεται να είναι σχετικά μικρή, αλλά συγκεκριμένοι κλάδοι εξαγωγών της Τουρκίας μπορεί να περιμένουν σημαντικές απώλειες. Οι κλάδοι μηχανικής και αυτοκινήτου θα μπορούσαν να βιώσουν μείωση στους εμπορικούς όγκους κατά 4% και 10% αντιστοίχως. Εάν απαιτούνται περαιτέρω μακροπρόθεσμες προσαρμογές των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ με τρίτες χώρες, είναι πιθανές κάποιες απώλειες πλούτου που αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 1,5% του τουρκικού ΑΕΠ.
Επιλογές πολιτικής: Εμβάθυνση έναντι επαναφοράς της τελωνειακής ένωσης
Μια θεωρητική επιλογή να εξισορροπηθεί το εμπόριο σε έναν όλο και περισσότερο περιφερειακό κόσμο, είναι η διάλυση της αμοιβαίας τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα βήμα προς τα πίσω για την οικονομία της Άγκυρας, όπως αποδεικνύει η ανάλυσή μας. Η ανισορροπία που προκύπτει από τους ασύμμετρους τελωνειακούς δασμούς στις εμπορικές σχέσεις θα εξαλειφόταν, αλλά χωρίς μια τελωνειακή ένωση, η τουρκική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα τέλος της προνομιακής της πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά, κάτι που με τη σειρά του θα είχε σοβαρές επιδράσεις. Ο τερματισμός της σημερινής τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας θα οδηγούσε σε μια πτώση το τουρκικό ΑΕΠ της τάξης του 0,81%. Οι επιδράσεις μιας νέας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ θα προκαλούσε τότε την μείωση του τουρκικού ΑΕΠ κατά ένα περαιτέρω 0,96%. Και η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να αναμένει κάποιες απώλειες σε ένα τέτοιο σενάριο.
Μια βιώσιμη λύση που προκύπτει από την ανάλυσή μας, είναι να ενισχυθεί η ισχύουσα συμφωνία. Η επέκτασή της, για να συμπεριλάβει την γεωργία και τις υπηρεσίες, ίσως να μην αντισταθμίζει μόνο της αρνητικές επιπτώσεις της ασυμμετρίας για την Τουρκία, αλλά μπορεί επίσης να καταλήξει σε κέρδη και για τις δύο πλευρές. Η επέκταση της τελωνειακής ένωσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αύξηση κατά 1,84% το τουρκικό ΑΕΠ. Οι αγροτικές εξαγωγές προς την ΕΕ προβλέπεται να αυξηθούν κατά 95% και οι εξαγωγές υπηρεσιών κατά περίπου 430% στην επόμενη δεκαετία.
Εάν υπογραφούν οι νέες εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ -όπως η ΤΤΙΡ και η CETA-, το επίπεδο του εισοδήματος στην Τουρκία θα συνεχίσει να αυξάνεται χάρη στην υψηλότερη ζήτηση για υπηρεσίες στην ΕΕ. Η επέκταση της τελωνειακής ένωσης μαζί με την υπογραφή της προγραμματισμένης συμφωνίας, θα μπορούσε να αποφέρει μια αύξηση 1,95% στο τουρκικό ΑΕΠ. Το κατά κεφαλήν εισόδημα θα αυξανόταν κατά σχεδόν 200 δολάρια. Εάν η Άγκυρα υπογράψει τις δικές της εμπορικές συμφωνίες με τους νέους της εταίρους στην ΕΕ, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2,5% επιπλέον, κάτι που θα αντιστοιχούσε σε μια ονομαστική αύξηση 18 δισ. δολαρίων.
Εάν συμπεριληφθούν οι τομείς γεωργίας και υπηρεσιών στην ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση, δίνονται επίσης οικονομικές ευκαιρίες για τις χώρες της ΕΕ. Αυτό θα δώσει στην τουρκική κυβέρνηση πολιτικό περιθώριο για την διόρθωση της ασύμμετρης εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, η συμφωνία θα πρέπει να επεκταθεί επισήμως σε σχέση με την ελεύθερη εμπορική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και των μη κρατών μελών, έτσι ώστε οποιαδήποτε μελλοντική χαλάρωση των δασμών, θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί για τις τουρκικές επιχειρήσεις.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)