Η Πέμπτη που θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης
Την ερχόμενη Πέμπτη οι Βρετανοί πολίτες καλούνται να αποφασίσουν για την παραμονή της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα δημοψήφισμα που τα προγνωστικά νίκης των δύο τάσεων στις δημοσκοπήσεις δείχνουν οριακή επικράτηση και το στατιστικό λάθος παραμονεύει για να εκθέσει κάθε κατηγορηματική εκτίμηση.
Λίγη Ιστορία: Όλα ξεκίνησαν από τη συνθήκη της Ρώμης το 1957, όταν τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την ίδρυση της ευρωπαϊκής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Χρειάστηκαν 16 χρόνια για να αποκτήσει διευρυμένη βάση συμμετοχής, αλλά και ευρύτερη οικονομική ισχύ, η αρχική συμφωνία. Οι Βρετανοί εισήλθαν επίσημα στη συμφωνία της οικονομικής ένωσης με δημοψήφισμα το 1975, δίνοντας ποσοστό 67% υπέρ της Ένωσης. Το 1984 υπήρξαν οι πρώτοι τριγμοί: Η τότε πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας απαίτησε τα χρήματα που προέρχονταν από τον Προϋπολογισμό να επιστρέφουν στη βρετανική οικονομία. Όταν το 1990 ψηφίστηκε η συνθήκη του Σένγκεν (ανοιχτά σύνορα) και το 1992 ψηφίστηκε το Mάαστριχτ (νομισματική ένωση), η Μ. Βρετανία έμεινε απέξω. Η συνέχεια ήταν λίγο πιο συναινετική. Επί πρωθυπουργίας Μπλερ η προσέγγιση έγινε πιο φιλική, για να φτάσουμε στο 2011, όπου η κρίση στην Ευρώπη δεν άφηνε πολλά περιθώρια διαφοροποίησης. Τα κράτη-μέλη έπρεπε όλα να συνεισφέρουν στον καταμερισμό των οικονομικών εισφορών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους Προϋπολογισμούς των εύπορων κρατών της Ε.Ε. Τον Φεβρουάριο του 2016 και καθώς η προσφυγική κρίση είχε απλωθεί σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο ο τωρινός πρωθυπουργός, Κάμερον, προκήρυξε δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Μ. Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η καμπάνια: Τα δύο στρατόπεδα, αυτά της παραμονής (Bremain) και της αποχώρησης (Brexit), επιδόθηκαν σε μια εξαντλητική ανάλυση των ωφελειών και των μειονεκτημάτων της παραμονής. Στο πλευρό των υποστηρικτών της παραμονής ήταν κυρίως μεγάλοι διεθνείς οίκοι και οργανισμοί, ενώ στην πλευρά του Brexit τάχθηκαν κυρίως οικονομολόγοι προερχόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα. Η επιχειρηματολογία από τη μια πλευρά έκανε λόγο για τον διχαστικό χαρακτήρα της απόφασης εξόδου, ενώ οι οπαδοί του Βrexit εστίαζαν στις μακροχρόνιες ωφέλειες μιας λιγότερο ρυθμισμένης και ανεξάρτητης οικονομίας. Έως τώρα οι δημοσκοπήσεις έχουν μεγάλο ποσοστό λάθους, καθώς η αδιευκρίνιστη ψήφος παραμένει σε υψηλό ποσοστό, ενώ οι κατανομές των ψηφοφόρων είναι πιο ευδιάκριτες: Ύπαιθρος και άτομα μεγάλης ηλικίας είναι υπέρ της εξόδου, ενώ οι νέοι είναι υπέρ της παραμονής, αν και συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό πιθανής αποχής.
Η οικονομία: Η βρετανική οικονομία για μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσίασε ρυθμούς ανάπτυξης σε συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Η συσχέτιση αυτή διακόπτεται το 2011, όπου η Ευρώπη γυρίζει σε ύφεση για δύο χρόνια, ενώ η Μ. Βρετανία διατηρεί θετικό πρόσημο με χαμηλό πληθωρισμό. Το 2015 παρατηρείται εκ νέου σύγκλιση, ωστόσο η αδυναμία της βρετανικής οικονομίας δεν εντοπίζεται στο ΑΕΠ όσο στα δίδυμα ελλείμματα του Προϋπολογισμού το 2015 (τρέχουσες συναλλαγές -5,2% και γενικό έλλειμμα -4,9%). Οι άμεσες επενδύσεις που έγιναν το 2014 αφορούν κυρίως αμερικανικά κεφάλαια (54%), ωστόσο τη μεγαλύτερη θέση σε επενδύσεις που έχουν γίνει διαχρονικά έχουν επενδύσεις (48%) από την Ε.Ε., ενώ οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. εκτιμάται ότι αφορούν το 13% της συνολικής απασχόλησης.
Επιπτώσεις: Στο οικονομικό σκέλος φαίνεται ότι υπάρχει ένα ελαφρύ προβάδισμα ωφέλειας από τη συμμετοχή στην Ε.Ε. Οι άμεσες επενδύσεις, οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το status του οικονομικού κέντρου είναι τα προφανή δυνατά σημεία της παραμονής. Από την άλλη πλευρά, η έξοδος θα δημιουργούσε βραχυπρόθεσμα εκροές, το νόμισμα θα έχανε σε σχέση με τις άλλες ισοτιμίες, μεταφέροντας ακρίβεια στην κατανάλωση και κάποια αύξηση των ελλειμμάτων. Η Βρετανία θα αποκτούσε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας να επιδοτήσει την οικονομία της, να προστατεύσει ενδεχομένως στρατηγικούς κλάδους, βάζοντας δασμούς στον εξωτερικό ανταγωνισμό, και να επιστρέψει σε ανάπτυξη γρηγορότερα. Η έξοδος θα δημιουργούσε συνθήκες απομόνωσης για κάποιο χρονικό διάστημα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενδεχομένως και ως μια υπενθύμιση για τη μη συνδρομή της Μ. Βρετανίας στο προσφυγικό ζήτημα ή στην πιο ενεργή οικονομική συμμετοχή στην κρίση που κυρίως έπληξε τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η επόμενη μέρα: Μια έξοδος της Μ. Βρετανίας θα έθετε σε επαναπροσδιορισμό το ευρωπαϊκό εγχείρημα, αφού πιθανότατα και άλλα κράτη να έβαζαν ερώτημα αυτοδιάθεσης σε μια Ένωση που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Επίσης, θα μετέθετε τις ενέργειες ολοκλήρωσης (Ευρωσύνταγμα, ευρωομόλογο κ.λπ.) για πολύ αργότερα, ενισχύοντας παράλληλα τους ευρωσκεπτικιστές σε χώρες-"κλειδιά", όπως τη Γερμανία ή τη Γαλλία. Ένα οριακό "ναι" επίσης θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην Ένωση, καθώς θα δημιουργούσε διχαστικές τάσεις ακόμα και μέσα στα πολιτικά κόμματα της Μ. Βρετανίας, συντηρώντας τη συζήτηση για έξοδο. Ένα καθαρό "ναι" θα είχε θετικό αντίκτυπο στις οικονομίες, η αβεβαιότητα θα μειωνόταν και η διάθεση για επενδύσεις και κατανάλωση θα είχαν προϋποθέσεις βελτίωσης.