Ετοιμοι για παν ενδεχόμενο: Τι θα συμβεί στην ελληνική οικονομία και την Ευρώπη με την εκλογή Τραμπ
Μουδιασμένος ο κόσμος παρακολουθεί τα αναπάντεχα αποτελέσματα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Δίχως διπλωματικά ανοίγματα προς την πλευρά Τραμπ και με την Ελληνοαμερικανική κοινότητα να έχει στηρίξει δυναμικά την υποψήφια των Δημοκρατικών, η χώρα μας τοποθετείται σήμερα στους ηττημένους των εκλογών. Κι αυτό διότι η υπόθεση χρέος είχε τοποθετηθεί κάτω από την ομπρέλα Κλίντον - Ομπάμα και τώρα όλη η αρχιτεκτονική ανατρέπεται.
Ταυτόχρονα στο υπουργείο Εξωτερικών όπου και παρακολουθούν τις εξελίξεις επικρατεί προβληματισμός κι αυτό διότι καμία ανάλυση δεν έδινε στον κ. Τραμπ προβάδισμα, με αποτέλεσμα η εικόνα που μεταφερόταν προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ήταν η σίγουρη επικράτηση της Χίλαρι Κλίντον. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση εδώ και δέκα ημέρες επικοινωνιακά σηκώνει τις προσδοκίες από την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα την επόμενη εβδομάδα στην Αθήνα, με τις προσδοκίες όμως να πάρει μια στήριξη η χώρα μας πλέον να εξανεμίζονται.
Πολύ περισσότερο, πιθανή αξιοποίηση από την πλευρά του κ. Ομπάμα του βήματος που θα του προσφερθεί η κυβέρνηση στην Ακρόπολη για μια πολιτική τοποθέτηση κατά των όσων κομίζει πολιτικά ο κ. Τραμπ και σε περίπτωση που υπάρξει οποιαδήποτε μορφή κριτικής εναντίον του, ενδεχομένως θα οδηγήσει σε αμηχανία την κυβέρνηση Τσίπρα η οποία οφείλει τώρα να ρίξει γέφυρες προς μια συντηρητική και ξενοφοβική αμερικανική νέα κυβέρνηση.
Θα πρέπει να τονίσουμε πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει ασχοληθεί καθόλου στην προεκλογική του καμπάνια με το χρέος τρίτων χωρών οδηγώντας στο συμπέρασμα μιας πιο αδιάφορης για την εξωτερική πολιτική σκηνή προεδρικής θητείας, δίχως τις πρωτοβουλίες που χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλό δημόσιο χρέος προσδοκούσαν.
Πως θα πορευτεί από εδώ και πέρα; Μπορεί να ελπίζει σε σύμπλευση για την Ελλάδα είναι μερικά από τα ερωτήματα που επιχειρεί να αναλύσει η Handelsblatt. Οπως σημειώνει το βασανιστικό ερώτημα που απασχολεί τη γερμανική κυβέρνηση είναι τι περιμένει τη χώρα από τον Ντόναλντ Τραμπ. «Είναι δύσκολο να γίνουν εκτιμήσεις» παραδέχθηκε στη Handelsblatt ο Γιούργκεν Χαρντ, συντονιστής της γερμανικής κυβέρνησης για τις διατλαντικές σχέσεις. «Ο Τραμπ έχει ελάχιστους συμβούλους με τους οποίους τα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσαν να έχουν επαφές και όλο το στενό του περιβάλλον αποτελείται από ανθρώπους που δεν προέρχονται από τον πολιτικό χώρο».
Τι θα γίνει με το ΔΝΤ και την Ελλάδα;
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα διάφορα υπουργεία δεν προετοιμάστηκαν για το ενδεχόμενο νίκης του Τραμπ. Στο υπουργείο Οικονομικών γίνονται σενάρια επί χάρτου και αναλύσεις για το πώς θα αντιδράσουν οι χρηματαγορές την επομένη της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων. Θα σημειωθούν αναταραχές; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν όσοι έχουν γνώση των αναλύσεων. Και όμως. Ο κατάλογος των κίνδυνων είναι μακρύς. Ένα βασικό σημείο είναι η συνεργασία - με μια πιθανή κυβέρνηση Τραμπ - και βασικούς οργανισμούς όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μέχρι τώρα και παρά τις διαφωνίες οι Αμερικανοί στάθηκαν στον πλευρό των Ευρωπαίων όταν επρόκειτο να επιβάλουν το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας παρά τη θέληση των υπό ανάπτυξη χωρών. Θα συνεχιστεί η ίδια πολιτική; Υπάρχει εμπιστοσύνη στον Τραμπ για την οικονομική διάσωση της Ελλάδας; Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών διακατέχεται από αμφιβολίες.
Τις ίδιες αμφιβολίες έχει και το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στο θέμα της πολιτικής ασφάλειας. Οι απειλές του Τραμπ, ότι σε περίπτωση νίκης του θα βγάλει τη χώρα του από το ΝΑΤΟ δεν έχουν ξεχαστεί αλλά διασκεδάστηκαν με τη σκέψη ότι πρόκειται για λόγια της προεκλογικής εκστρατείας. Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σαφές: ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ είτε ονομάζεται Τραμπ ή Κλίντον, θα αναγκάσει του Ευρωπαίους να αναλάβουν περισσότερες ευθύνες για τα του οίκου τους, βλέπε Ουκρανία. Πρόκειται για μια πρόβλεψη που για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αποτελεί βεβαιότητα. Η επόμενη αμερικανική κυβέρνηση δεν θα είναι πλέον διατεθειμένη να επιλύει κάθε διένεξη στη γηραιά ήπειρο θεωρεί ο Σόιμπλε και αυτός είναι ο λόγος που τον ωθεί να αυξήσει μεσοπρόθεσμα τα κονδύλια των αμυντικών δαπανών.