Γιατί έχει ξεσπάσει πόλεμος για τα ιδιωτικά σχολεία

15.08.2016

Ένας «πόλεμος» με ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις βρίσκεται σε εξέλιξη με αφορμή τις ρυθμίσεις που προωθεί το υπουργείο Παιδείας στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων και κυρίως στο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών.
Οι περιορισμοί που επιχειρείται να τεθούν στις απολύσεις εκπαιδευτικών, οι οποίες είχαν απελευθερωθεί επί υπουργίας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, καθώς και η αυστηρότερη λειτουργία εσωτερικών φροντιστηρίων και κέντρων ξένων γλωσσών στα ιδιωτικά σχολεία έχουν προκαλέσει τη σφοδρότατη αντίδραση των σχολαρχών, οι οποίοι κατηγορούν την κυβέρνηση για «σοβιετοποίηση» της Παιδείας μέσω της προσπάθειας επιβολής κανόνων δημοσίου στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Το θέμα βρίσκεται ψηλά και στην αντιπολιτευτική ατζέντα του προέδρου της ΝΔ. Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος πρόσφατα χαρακτήρισε τον υπουργό Παιδείας ως «οδοστρωτήρα της Παιδείας», υποστηρίζοντας πως «αντί να εργαστεί για να αναβαθμιστούν τα δημόσια σχολεία, προσπαθεί να διαλύσει και τα ιδιωτικά».

Η απάντηση δεν άργησε να έρθει από τον Νίκο Φίλη: «Ξεπερνά τα όρια η δογματική εμμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη για ό,τι ιδιωτικό, απαξιώνοντας ό,τι δημόσιο», επισήμανε. Καθώς δε, οι δύο προηγούμενες απόπειρες (επί Αριστείδη Μπαλτά - Τάσου Κουράκη την άνοιξη του 2015 και επί Νίκου Φίλη τον περασμένο Νοέμβριο) να ψηφιστούν οι ίδιες ρυθμίσεις προσέκρουσαν στις ενστάσεις των θεσμών, ο υπουργός «ποντάρει» πλέον στη διακομματική συναίνεση ώστε να προχωρήσουν οι αλλαγές. Παράλληλα, ανοίγει το ευαίσθητο ζήτημα των «πλαστών» τίτλων σπουδών και εξαγγέλλει αξιολόγηση των ιδιωτικών σχολείων με όρους που θα ορίσει το κράτος.
«Σήμερα ο σχολάρχης απολύει όποτε θέλει, όποιον θέλει. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορεί να διαμορφώσει ένα σχολικό ήθος και μια εκπαιδευτική αντίληψη. Αν ο σύλλογος καθηγητών λειτουργεί υπό το κράτος εκβιασμών, πιέσεων ή και απολύσεων δεν μπορεί να εγγυηθεί την αξιοπιστία των τίτλων σπουδών», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Παιδείας. Από το βήμα της Βουλής, μάλιστα, δήλωσε «ανοιχτός και στον διάλογο εάν θέλετε να επαναφέρουμε το καθεστώς ελέγχου από μεικτές επιτροπές δημόσιων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών των πτυχίων, απολυτηρίων, τίτλων των ιδιωτικών σχολείων».

Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, υποστήριξε ότι «πρέπει να υπάρχει κοινό πεδίο αξιολόγησης του δημόσιου και ιδιωτικού εκπαιδευτικού» και πως «το υπουργείο σύντομα θα προχωρήσει σε διαδικασία τέτοιας αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου».
Ισχυρός σύμμαχος του υπουργείου Παιδείας είναι η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Ελλάδος (ΟΙΕΛΕ) η οποία σημειώνει ότι η νέα ρύθμιση δεν απαγορεύει τις απολύσεις εκπαιδευτικών, αλλά υποχρεώνει τον εργοδότη να τις αιτιολογεί και επιβάλλει τον έλεγχο αυτών από την πολιτεία. «Με το καθεστώς Αρβανιτόπουλου, δεκάδες συνάδελφοι που είχαν διεκδικήσει δεδουλευμένες αποδοχές ή είχαν καταγγείλει παρανομίες στα σχολεία τους βρέθηκαν στον δρόμο μετά από εκδικητικές καταγγελίες σύμβασης. Πολλοί ακόμη με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας βρέθηκαν στο δρόμο, όχι λόγω της απόδοσής τους, αλλά για τη «μείωση του εργασιακού κόστους», ισχυρίζεται η ΟΙΕΛΕ. Και προσθέτει: «Η έλλειψη εποπτείας έχει οδηγήσει σε τραγικές καταστάσεις. Πλαστογράφηση βαθμολογιών, νόθευση εξετάσεων, παραχάραξη ωρολόγιων προγραμμάτων, υπογραφή παράνομων τίτλων, ενώ κτιριακές παρανομίες οξύνθηκαν την τελευταία πενταετία θέτοντας σε κίνδυνο τόσο το ευαίσθητο αγαθό της εκπαίδευσης, όσο και την υγεία και την ασφάλεια μαθητών και εργαζόμενων. Οι ελεύθερες απολύσεις σπανίως κοινοποιούνταν στις υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, με αποτέλεσμα κανείς να μην γνωρίζει ποιοι υπηρετούν στα σχολεία».

Το «μακρύ χέρι» του κράτους

Μέχρι ποιο σημείο, όμως, μπορεί να φτάσει ο κρατικός παρεμβατισμός; Όπως αναφέρεται σε παλαιότερη (του 2011) μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σχετικά με το εργασιακό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, «δεν θα πρέπει να λησμονείται πως ο ιδιοκτήτης του ιδιωτικού σχολείου είναι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, ο οποίος φέρει ο ίδιος ακέραιες τις υποχρεώσεις και τα βάρη της επιχείρησής του και επιπλέον διατρέχει τους κινδύνους που συνεπάγεται για την ιδιοκτησία του η ελεύθερη οικονομία: ένα σχολείο με ανεπαρκείς καθηγητές χάνει πολύ γρήγορα το κύρος του και συρρικνώνεται, ενώ ένα δημόσιο σχολείο δεν αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα».

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, «είναι σαφώς δικαιολογημένη η επιδίωξη του κράτους να προστατεύει τους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς της ιδιωτικής εκπαίδευσης και να τηρούνται οι κανόνες της εργατικής νομοθεσίας όπως για όλους τους εργαζόμενους.
Οι ίδιοι άλλωστε προσφέρουν κοινωνικό και παιδαγωγικό έργο, όπως και οι συνάδελφοί τους στα δημόσια σχολεία. Όμως, η άσκηση κοινωνικής πολιτικής από το κράτος υπέρ των εκπαιδευτικών δεν επιτρέπεται να βαρύνει σε τέτοια έκταση τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων, τη στιγμή μάλιστα που ο νομοθέτης δεν προβλέπει μέτρα για την προστασία των ιδιοκτητών σχολείων από τους κινδύνους του ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας».

Τι συμβαίνει στο εξωτερικό

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Ιδιωτικών Σχολείων, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τόσο οι προσλήψεις όσο και οι απολύσεις των εκπαιδευτικών που εργάζονται στα ιδιωτικά σχολεία είναι ελεύθερες και γίνονται με βάση τους κανόνες που ισχύουν στη γενική εργατική νομοθεσία. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Δανία, η Πορτογαλία, η Σουηδία και η Φινλανδία, τα ιδιωτικά σχολεία χρηματοδοτούνται από το κράτος έως και 100%. Παράλληλα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ιδιωτικά σχολεία να διενεργούν εσωτερική αξιολόγηση.

Σημειώνεται ότι η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι από τις πιο ανεπτυγμένες στην Ευρώπη. Ο αριθμός των Ελλήνων που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία αποτελούν το 6% επί του συνόλου, ενώ προηγούνται η Πορτογαλία (13,4%), η Κύπρος (12,5%), και η Μάλτα (7%). Την ίδια ώρα, οι γονείς δίνουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως σε δίδακτρα σχολείων, φροντιστηρίων και ιδιαίτερα μαθήματα.

Τι προβλέπουν οι επίμαχες ρυθμίσεις

Οι προτεινόμενες αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία, όπως έχουν κατατεθεί στο άρθρο 28 του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας για την ελληνόγλωσση και τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, προβλέπουν τα εξής:

Οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται με διετή σύμβαση ορισμένου χρόνου και «κατά τη λήξη της διετίας ο ιδιοκτήτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Μετά την πάροδο της διετίας, εφόσον δεν καταγγελθεί, η σύμβαση μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση αορίστου χρόνου».
Η σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί εάν ο εργοδότης επικαλείται και αποδεικνύει επαρκώς αιτιολογημένη διαταραχή του εκπαιδευτικού κλίματος στο σχολείο λόγω αδυναμίας συνεργασίας εργοδότη και εκπαιδευτικού στην περίπτωση κατάργησης σχολείων, τάξεων και τμημάτων, εάν ο εκπαιδευτικός συμπληρώσει το 70ό έτος ηλικίας και σε περιπτώσεις συνταξιοδότησης, πειθαρχικού παραπτώματος και σωματικής ή πνευματικής ανεπάρκειας του εκπαιδευτικού.
Στις περιπτώσεις απολύσεων ιδιωτικών εκπαιδευτικών το αρμόδιο κατά περίπτωση Υπηρεσιακό Συμβούλιο σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΠΥΣΔΕ, ΠΥΣΠΕ, ΚΥΠΣΠΕ, ΚΥΣΔΕ) επιβεβαιώνει εάν η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε νομίμως, διαπιστώνει εάν η καταγγελία είναι καταχρηστική ή μη και εισηγείται σχετικά με την απόλυση στον αρμόδιο διευθυντή Εκπαίδευσης, ο οποίος έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει διαπιστωτική πράξη, σύμφωνη με την εισήγηση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια αποτελούνται από εκπροσώπους των σχολαρχών, των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και του υπουργείου και κατά το παρελθόν -όταν είχαν πάλι σχετική αρμοδιότητα- μεροληπτούσαν υπέρ των εκπαιδευτικών, όπως υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι των σχολαρχών.
Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι «απολύσεις ιδιωτικών εκπαιδευτικών, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, που λαμβάνουν χώρα χωρίς την προβλεπόμενη κατά τα ανωτέρω πράξη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, είναι άκυρες. Παραίτηση ιδιωτικού εκπαιδευτικού κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους επιτρέπεται μόνο με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή για αποχρώντα λόγο εκτιμώμενο από τον οικείο διευθυντή Εκπαίδευσης. Η παραίτηση, για να θεωρείται έγκυρη, πρέπει να υποβάλλεται από τον εκπαιδευτικό αυτοπροσώπως στο ιδιωτικό σχολείο και εντός πέντε ημερών στον διευθυντή Εκπαίδευσης».