Απόφαση - βόμβα για τους αναδρομικούς ελέγχους και τις λίστες φοροδιαφυγής

Τρίτη, 26 Ιούλιος, 2016 - 11:30

Παραγράφεται οριστικά το  πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ  που  έχει επιβληθεί στον τέως αντιπρόεδρο της Βουλής Αλέξη Μητρόπουλο, με αμετάκλητη απόφαση της αυξημένης 7μελούς  σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η συγκεκριμένη απόφαση θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική καθώς όπως εκτιμάται «μπλοκάρει» τους αναδρομικούς φοροελέγχους για τις λίστες φοροδιαφυγής πέραν της δεκαετίας.
Με αυτή την απόφαση είναι πιθανό να ευνοηθούν -από τη μία- χιλιάδες πολίτες οι οποίοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους (είτε επειδή περιλαμβάνονται τα ονόματά τους σε διάφορες «λίστες», είτε ξέχασαν να δηλώσουν κάποιο εισόδημά τους) και τους έχουν επιβληθεί ήδη υψηλά πρόστιμα-από την άλλη-πρόκειται να ζημιωθεί το Δημόσιο το οποίο ευελπιστεί σε μεγάλα έσοδα από τις ενδεχόμενες φορολογικές παραβάσεις.
Ουσιαστικά μπαίνει τέλος στην αυθαίρετη διατήρηση επί μακρόν του χρόνου παραγραφής που επέκτεινε κατά το δοκούν το ελληνικό δημόσιο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη απόφαση και από άλλους φορολογούμενους που έχουν πρόστιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η επταμελής σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. με την υπ΄ αριθμ. 1623/2016 απόφασή της. έκρινε αμετάκλητα ότι έχει παραγραφεί το πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ που έχει επιβληθεί στον τέως αντιπρόεδρο της Βουλής Αλέξη Μητρόπουλο.

Το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης αφορά χιλιάδες φορολογούμενους πολίτες οι οποίοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους (είτε επειδή περιλαμβάνονται τα ονόματά τους σε διάφορες «λίστες», είτε δεν δήλωσαν κάποιο εισόδημά τους) και τους έχουν επιβληθεί ήδη υψηλά πρόστιμα.
Ειδικότερα, ο κ. Μητρόπουλος είχε προσφύγει στο ΣτΕ και ζητούσε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου (677/2015 και 3792/2015), με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της υπ΄ αριθμ. 482/2013 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών με την οποία του επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999.
Αρχικά το πρόστιμο ανερχόταν σε 942.136,60 ευρώ, αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, το πρόστιμο περιορίσθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Ειρήνη Σάρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντίνα Λαζαράκη, αποφάνθηκαν ότι οι δύο εν λόγω εφετειακές αποφάσεις μη νομίμως έκριναν για την 10ετή παραγραφή που παρατάθηκε, αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012.
Το ΣτΕ αναφέρει ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με τους επίμαχους νόμους, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ, αναφέρει κατ΄ αρχάς ότι «δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και ακολούθως να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό».
Στην συνέχεια το ΣτΕ, υπογραμμίζει: «Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄ αόριστον εν αμφιβόλω.
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».
Αναφορικά με τον κ. Μητρόπουλο, το ΣτΕ αναφέρει ότι «μπορούσε η φορολογική αρχή να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ, διαπιστούμενες από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου (2000) που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η αποδοθείσα στον κ. Μητρόπουλο παράβαση (1999), εντός δεκαετίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου (2000), συμπληρούμενης στις 31.12.2010».