Τι θα συμβεί όταν η Ελλάδα θα παραδεχθεί ότι δεν πέτυχε τους στόχους;

Παραπλανητική χαρακτηρίζει τη συμφωνία για το ελληνικό χρέος η γερμανική Die Zeit, σχολιάζοντας ότι επί της ουσίας ο Γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η συζήτηση δεν είναι της παρούσης.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την εφημερίδα, το μείζον ερώτημα είναι «ποιους δημοσιονομικούς στόχους θα πρέπει να τηρήσει η Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι παραμένουν σκληροί, ζητώντας από τους Έλληνες πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ. (…).

Το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε αυτή τη δεινή θέση οφείλεται και στο γεγονός ότι οι πιστωτές επιμένουν τόσο μηχανικά στην υλοποίηση δημοσιονομικών στόχων, παρότι βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πολύ πιο σημαντικές. (…) Ήδη σήμερα είναι προφανές ότι κάποια στιγμή οι Έλληνες θα πρέπει να παραδεχθούν ότι δεν πέτυχαν τους φιλόδοξους στόχους. 

"Κλειδί" η αντίδραση των Ευρωπαίων

Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσουν τότε οι Ευρωπαίοι. Εάν παραμείνουν σκληροί, τότε αυτό θα οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση της κρίσης.

Εάν υπαναχωρήσουν, τότε θα πληρείται μια προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Η δεύτερη προϋπόθεση θα ήταν να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση πράγματι σε μεταρρυθμίσεις.

Προκειμένου να διατηρηθούν οι πιέσεις, η απαραίτητη ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να συνδεθεί με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

Αυτή ήταν η προσέγγιση στα προγράμματα πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Εκεί λειτούργησε αρκετά καλά. Όσον αφορά την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών της άλλωστε, η Ελλάδα δεν απέχει πολύ από τις αναπτυσσόμενες χώρες».

Η διατήρηση μιας ψευδαίσθησης

Για την ελβετική Neue Zürcher Zeitungπάντως η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι μονόδρομος. «Γεγονός είναι ότι με διαδοχικά νέα χρέη δεν μπορείς να εξέλθεις από μια κρίση χρέους.

Οι Ευρωπαίοι αρχίζουν σιγά σιγά να το αντιλαμβάνονται αυτο. Εντούτοις και πέρα από βραχυπρόθεσμες διακοσμητικές παρεμβάσεις, ουσιώδεις ελαφρύνσεις προτίθενται να εξετάσουν μόνον μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος το 2018. Το επιχείρημα που μιλάει υπέρ αυτής της θέσης είναι ότι εάν ανταμείβονταν η χώρα πριν καν παρουσιάσει επιδόσεις, αυτό θα έδινε ελάχιστα κίνητρα στη μεταρρυθμιστική βούληση της Αθήνας.

Στην περίπτωση της Γερμανίας όμως, του βασικότερου πιστωτή, υπάρχουν τελείως διαφορετικά κίνητρα. Το 2017 πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές. Τουλάχιστον μέχρι τότε θα πρέπει να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει τη βοήθεια που έχει λάβει».