Τερίσα Μέι ή Άντρεα Λίντσομ η διάδοχος του Ντέιβιντ Κάμερον;

Παρασκευή, 8 Ιούλιος, 2016 - 12:00

H υπουργός Εσωτερικών Τερίσα Μέι, που επέλεξε να παραμείνει στο περιθώριο του εσωκομματικού πολέμου που ξέσπασε στους κόλπους των Συντηρητικών κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ενόψει του δημοψηφίσματος για το Brexit, προβάλλεται ως η υποψήφια της συναίνεσης, που ενσαρκώνει τη λύση της αντικατάστασης του Μπόρις Τζόνσον στη διαδικασία διαδοχής του Ντέιβιντ Κάμερον.

 

«Κράτησε χαμηλούς τόνους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και μπορεί, λόγω αυτού του γεγονότος, να επωφεληθεί μια ευρύτερης υποστήριξης στους κόλπους του Συντηρητικού Κόμματος» υποστήριξε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ντέιβιντ Κατς, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Μπαθ.

 

Ευρωσκεπτικίστρια κατά βάθος, η Μέι επέλεξε στις αρχές του έτους, προκαλώντας κατάπληξη, να παραμείνει πιστή στον πρωθυπουργό της Βρετανίας και να υπερασπιστεί την παραμονή της χώρας της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά δεν προσέφερε παρά ελάχιστα στην εκστρατεία, μη διστάζοντας ακόμα και να υπεραμυνθεί της πρότασης περιορισμού της μετανάστευσης, αγαπημένο θέμα των υπέρμαχων του Brexit.

Αναδείχθηκε εντούτοις ως το πρόσωπο της συναίνεσης με αποτέλεσμα η Sunday Times να την παρουσιάσει ως «τη μοναδική προσωπικότητα που είναι ικανή να ενώσει τις αντίπαλες φατρίες στους κόλπους του κόμματός» της.

Σήμερα Πέμπτη, αφού επελέγη από τους συντηρητικούς βουλευτές ως η μία από τις δύο φιναλίστ στην κούρσα της διαδοχής του Ντέιβιντ Κάμερον –με αντίπαλο την υφυπουργό Ενέργειας Άντρεα Λίντσομ– η Τερίσα Μέι δήλωσε ότι είναι η υποψήφια που μπορεί να φέρει σε πέρας το διακύβευμα που θα αναλάβει η επόμενη πρωθυπουργός της Βρετανίας.

«Έχουμε ανάγκη από μια ισχυρή ηγεσία, (μια ηγεσία) με εμπειρία που θα διαπραγματευτεί την καλύτερη συμφωνία για τη Βρετανία με την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την αποχώρησή της, (μια ηγεσία) που θα ενώσει το κόμμα και την χώρα μας» υπογράμμισε η Βρετανίδα υπουργός.

Η 59χρονη Τερίσα Μέι τήρησε κατά την θητεία της στο υπουργείο Εσωτερικών πολύ σθεναρή στάση απέναντι στους εγκληματίες, τους παράτυπους μετανάστες ή ακόμα και τους ισλαμιστές ιεροκήρυκες.

Η ίδια κόρη ιερέα της αγγλικανικής εκκλησίας ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα το 1986, αφού σπούδασε γεωγραφία στην Οξφόρδη και εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Τράπεζα της Αγγλίας.

Έπειτα από δύο αποτυχημένες υποψηφιότητες στις βουλευτικές εκλογές, εξελέγη το 1997 βουλευτής με το συντηρητικό κόμμα στην εύπορη περιφέρεια Μέιντενχεντ, στο Μπέρκσιρ (νότια Βρετανία).

Από το 2002 έως το 2003 ήταν η πρώτη γυναίκα που διετέλεσε γενική γραμματέας ενός συντηρητικού κόμματος. Κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας αναφέρθηκε στους Τόρις ως το «μοχθηρό κόμμα», μια δήλωση που της στοίχισε κάποιες φιλίες.

Το διάστημα μεταξύ του 1999 και του 2010, η Τερίσα Μέι καταλαμβάνει διαφορετικές θέσεις στη σκιώδη κυβέρνηση των συντηρητικών. Ανέλαβε τα σκιώδη υπουργεία Περιβάλλοντος, Οικογένειας, Πολιτισμού, Δικαιωμάτων της Γυναίκας και Εργασίας. Το 2005 βρίσκεται στο πλευρό του Ντέιβιντ Κάμερον που αναλαμβάνει τα ηνία.

Όταν εκείνος εκλέγεται επικεφαλής της κυβέρνησης το 2010, την επιβραβεύει αναθέτοντάς της το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εσωτερικών, μια θέση που διατηρεί μετά την επανεκλογή του το 2015.

Με τα μαλλιά της κομμένα καρέ και επιλέγοντας έντονα χρώματα στην ένδυσή της, η Τερίσα Μέι γνωρίζει ότι μοιάζει στην εξωτερική εμφάνιση εύθραυστη, γι' αυτό ενδεχομένως της αποδόθηκε το προσωνύμιο «η νέα Μάργκαρετ Θάτσερ».

Η Daily Telegraph την θεωρεί την ισχυρότερη γυναίκα πολιτικό της χώρας κι επισημαίνει ότι κατάφερε «να φθάσει στην κορυφή χάρη σε μια ανηλεή αποφασιστικότητα».

Η Μέι είναι παντρεμένη από το 1980 με τον Φίλιπ Τζον Μέι, έναν τραπεζικό, δεν έχει παιδιά, λατρεύει την πεζοπορία και τη μαγειρική.

Η αποκάλυψη της εκστρατείας των υπέρμαχων του Brexit

Θεωρείται η αποκάλυψη της εκστρατείας των υποστηρικτών της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ και η Άντρεα Λίντσομ ελπίζει ότι θα ανατρέψει τα προγνωστικά και θα γίνει η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας της μετά τη Μάργκαρετ Θάτσερ, με την οποία δεν διστάζει να συγκρίνει τον εαυτό της.

Σχεδόν άγνωστη πριν από το δημοψήφισμα, η υφυπουργός Ενέργειας, ηλικίας 53 ετών, επελέγη σήμερα από τους βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος, μαζί με την Τερίσα Μέι, ως υποψήφια για τη διαδοχή του Ντέιβιντ Κάμερον στην ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης.

Αμέσως δέχθηκε τα «συγχαρητήρια» και τη «στήριξη» του Νάιτζελ Φάρατζ, του πρώην επικεφαλής του ευρωφοβικού κόμματος Ukip, που έδωσε επίσης μάχη υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.

Η Άντρεα Τζάκλιν Λίντσομ, γεννηθείσα στο Μπάκινχαμσιρ, είναι βουλευτίνα τα τελευταία 6 χρόνια και ποτέ δεν ανέλαβε σημαντικό χαρτοφυλάκιο στη συντηρητική κυβέρνηση.

Εργάστηκε για 3 δεκαετίες στο Σίτι του Λονδίνου, ιδίως στην τράπεζα Barclays.

Αναδείχθηκε κατά την εκστρατεία για το δημοψήφισμα χάρη στις στοχευμένες της παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια των τηλεοπτικών αναμετρήσεων. Ξανθιά, με κοντά μαλλιά, μητέρα τριών παιδιών, υπερασπίστηκε με πάθος την έξοδο από την ΕΕ χωρίς να χάσει ούτε για μια στιγμή το χαμόγελό της.

«Η απόφαση που λάβαμε την 23η Ιουνίου θα παραμείνει ως μια σημαντική στιγμή στην Ιστορία. Θα ανακτήσουμε την ελευθερία μας» υπογράμμισε η ίδια παρουσιάζοντας την υποψηφιότητά της, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα.

Η απόφαση του Μπόρις Τζόνσον, του επικεφαλής του στρατοπέδου των υπέρμαχων του Brexit, να μην υποβάλει υποψηφιότητα την έφερε στην πρώτη γραμμή.

Εντούτοις απέχει πολύ από το να καταφέρει να συγκεντρώσει την υποστήριξη όλων των βουλευτών του κόμματός της. Δεν έχει μεγάλη εμπειρία κι επομένως πρόκειται για μια αθέμιτη υποψηφιότητα, τονίζουν επικριτές της.

Στον βρετανικό Τύπο επίσης δημοσιεύονται άρθρα που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις ικανότητές της, το πόσο σημαντικές θέσεις κάλυψε στο Σίτι ή ακόμα και το ήθος των φορολογικών της δηλώσεων.

Αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών υπενθυμίζουν, χωρίς να κατονομάζονται, την «καταστροφή» που έφερε όταν διετέλεσε υφυπουργός αρμόδια για το Σίτι.

«Εάν επικρατήσει, θα πρέπει να προκηρύξουμε νέες (βουλευτικές) εκλογές» γράφει ο αρθρογράφος Ντέιβιντ Φίνκελσταϊν στους Times επικρίνοντας με σφοδρότητα την έλλειψη εμπειρίας της.

Η Άντρεα Λίντσομ απορρίπτει την κριτική στο πρόσωπό της και ονειρεύεται μια μοίρα ανάλογη με εκείνη της Θάτσερ, που κυβέρνησε την χώρα από το 1979 έως το 1990.

Δηλώνει ότι θαυμάζει τη «Σιδηρά Κυρία» από τα νεανικά της χρόνια και αφηγείται πόσο πολύ εντυπωσιάστηκε όταν συναντήθηκε με εκείνη.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ «ήταν πάντα συμπαθής και ευγενική στην προσωπική της ζωή ενώ την ίδια ώρα επιδείκνυε μια σθεναρή αποφασιστικότητα ως ηγέτιδα. Εκτιμώ ότι πρόκειται για τον ιδανικό συνδυασμό και θέλω να σκέφτομαι ότι βρίσκομαι εκεί» επισήμανε η ίδια πρόσφατα στη Sunday Telegraph.