Οι ιταλικές τράπεζες απειλή για όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα
Οι επενδυτές ανά την υφήλιο έχουν... νεύρα. Πρώτα ήρθε το Brexit, το οποίο ως φαίνεται δεν περίμενε κανείς και κατόπιν επανήλθε στη δημοσιότητα το τεράστιο πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών.
Μπορεί το περασμένο καλοκαίρι η Ελλάδα να μην είχε ταράξει τις αγορές, αλλά μόνο -και πιθανώς όχι και τόσο ισχυρά- κάποιες πολιτικές ισορροπίες στην Ευρωζώνη, η Ιταλία, όμως, έχει τη δύναμη να τινάξει τα πάντα στον αέρα: οικονομία, χρηματοπιστωτικό σύστημα, αγορές και φυσικά την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Πιο συγκεκριμένα, η μετοχή της Banca Monte dei Paschi di Sienna υποχώρησε 5,7%, της Banco Popolare Societa Cooperativa Scarl κατά 2,5%, της Banca Popolare dell'Emilia Romagna, Società Cooperativa κατά 4,5%, ενώ ο τίτλος της UniCredit κατόρθωσε να περιορίσει τις απώλειές του μόλις στο 0,28%.
Η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης είναι και μία εκ των πιο αδύναμων. Το χρέος της φθάνει στο 135% του ΑΕΠ, ο ρυθμός ανάπτυξής της εδώ και αρκετά χρόνια είναι μάλλον βραδύς, με τα κυριότερα βαρίδια για την οικονομία να είναι η πληθώρα κανονισμών και νόμων και η σχεδόν αναιμική παραγωγικότητα.
Προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ στασιμοπληθωρισμού και αποπληθωρισμού, η ιταλική οικονομία το τελευταίο που χρειάζονταν ήταν σίγουρα μία κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος. Αυτή, όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί και ταυτόχρονα όλοι εύχονται να αποφευχθεί.
Με μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 360 δισ. ευρώ, δηλαδή το 1/5 του ιταλικού ΑΕΠ, οι ιταλικές τράπεζες, όπως οι ίδιες έχουν δηλώσει, μπορούν να εγγυηθούν μόνο το 45% αυτού του ποσού. Ως εκ τούτου μπορούν να εκτροχιάσουν την οικονομία της χώρας και φυσικά κάποιες εξ αυτών ενδέχεται να καταρρεύσουν.
Πρώτη υποψήφια προς κατάρρευση δεν είναι άλλη από την Banca Monte dei Paschi di Siena (BMPS), την αρχαιότερη τράπεζα του κόσμου και τρίτη μεγαλύτερη της Ιταλίας. Μετά από πλήθος προσπαθειών να σωθεί αυτή τη στιγμή η τράπεζα αξίζει μόλις το 1/10 της λογιστικής της αξίας και το είναι μάλλον σίγουρο ότι θα αποτύχει στα stress tests της ΕΚΤ τα αποτελέσματα των οποίων θα ανακοινωθούν προς τα τέλη Ιουλίου.
Την ίδια ώρα το μήνυμα που στέλνουν οι Βρυξέλλες προς την κυβέρνηση Ρέντσι είναι σαφές: «Όλοι οφείλουν να σέβονται τους κανόνες». Και ο βασικός κανόνας που ισχύει πλέον στην Ευρωζώνη είναι η περίφημη οδηγία BBRD, η οποία το βασικό που προτείνει είναι ότι σε περίπτωση που μία τράπεζα έχει ανάγκη διάσωσης θα πληρώσουν: πρώτα οι μέτοχοι, κατόπιν οι κάτοχοι junior ομολόγων και κατόπιν οι καταθέτες. Τότε και μόνο τότε, θα μπορεί το κράτος να παρέμβει και να στηρίξει οικονομικά μία τράπεζα.
Ένα βασικό πρόβλημα με την οδηγία BBRD στην περίπτωση της Ιταλίας έγκειται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι junior ομολογιούχοι των τραπεζών είναι ιδιώτες και όχι θεσμικοί επενδυτές, οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους ομόλογα ιταλικών τραπεζών αξίας 200 δισ. ευρώ. Ιταλοί ιδιώτες επενδυτές. Εάν αναγκαστούν να υποστούν κούρεμα, αυτό θα οδηγήσει σε πραγματική πολιτική θύελλα ενάντια στον Ματέο Ρέντσι.
Σίγουρα η Ευρώπη δεν θέλει σε καμία περίπτωση να βρεθεί αντιμέτωπη με μία νέα πολιτική κρίση. Ο κ. Ρέντσι επιμένει ότι χωρίς να «πέσει» κρατικό χρήμα δεν πρόκειται να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα και μάλλον έχει δίκιο. Αλλά το Βερολίνο έχει διαφορετική άποψη και επίσης η Άγκελα Μέρκελ βρίσκεται σε προεκλογική προετοιμασία, με δεδομένες τις γερμανικές εκλογές το 2017. Και εκείνη από την πλευρά της δεν θέλει να βρεθεί εκ νέου στη δύσκολη θέση να εξηγήσει στους Γερμανούς ψηφοφόρους γιατί «οι Νότιοι δεν υπακούν στους κανόνες.
Ποια μπορεί να είναι η λύση; Μία πρόταση καταθέτει ο Economist, η οποία μοιάζει δίκαιη και πιθανώς να μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές. Να δοθεί στην Ιταλία το πράσινο φως να σώσει με κρατικά κεφάλαια τις τράπεζες, αλλά αυτό να γίνει υπό συγκεκριμένους όρους και δεσμεύσεις. Η ιταλική κυβέρνηση θα δεσμευθεί ότι θα αναδιαρθρώσει το τραπεζικό σύστημα, αναγκάζοντας μικρότερες τράπεζες να συγχωνευθούν και να υπάρξει μείωση των μη κερδοφόρων μονάδων.
Η Πορτογαλία το επόμενο θύμα;
Μπορεί τα προβλήματα των πορτογαλικών τραπεζών να μην βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα του Τύπου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Η απόφαση της πορτογαλικής κυβέρνηση να σώσει έναντι του ποσού των δύο δισ. ευρώ την Banif Bank το 2015, αποτέλεσε, σύμφωνα τουλάχιστον με τις αρχές της χώρας, την αιτία που η Λισαβόνα δεν πέτυχε τους δημοσιονομικούς της στόχους.
Το νέο πρόβλημα είναι η Caixa Geral del Depositos, η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η οποία έχει υψηλό επίπεδο κόκκινων δανείων, την τελική αξία των οποίων δεν γνωρίζει κανείς, αλλά υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα πέντε δισ. ευρώ.