Κατρούγκαλος για Τουρκία: Δεν παραχωρούμε τίποτα
Παράγοντα αβεβαιότητας χαρακτηρίζει τη στάση της Τουρκίας ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, ενώ εκτιμά ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική θερμού επεισοδίου.
Σε εφ ‘ολης της ύλης συνέντευξη στην ΕΡΤ, ο κ. Κατρούγκαλος ακτινογραφώντας τη στρατηγική του Τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, επισήμανε ότι «προσπαθεί σε πολλά επίπεδα να πετύχει εξαιρετικά υψηλούς στόχους, μέχρι στιγμής με πολύ χαμηλό βαθμό επιτυχίας».
Οι τελευταίες επιλογές στρατηγικής του κ. Ερντογάν έχουν αποτύχει σχεδόν σε όλα τα επίπεδα που έχει επιχειρήσει, σημείωσε, αναφέροντας ενδεικτικά τις προσπάθειές του να διεκδικήσει τα πρωτεία εκπροσώπησης του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου μέσω της ενίσχυσης των Αδελφών Μουσουλμάνων, καθώς και την επέμβασή του στη Συρία.
Απέναντι στις τελευταίες τουρκικές φραστικές προκλήσεις, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών προέταξε το τρίπτυχο σταθερότητα- ισχύς- εθνική ενότητα, διαμηνύοντας πως «δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά και δεν παραχωρούμε και τίποτα».
Επίσης, τόνισε την ανάγκη τήρησης της συμφωνίας της 18ης Μαρτίου μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για το προσφυγικό. «Φαίνεται η Τουρκία να τη σέβεται και επομένως η συμφωνία είναι ζωντανή» σημείωσε.
Εξάλλου, ανέδειξε τη σημασία να παραμείνουν ζωντανές οι προοπτικές της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, εξηγώντας πως είναι υπέρ των ελληνικών συμφερόντων μια ευρωπαϊκά προσανατολισμένη Τουρκία από μια επιθετική.
Σε ό,τι αφορά την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό, εκτίμησε πως «υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη εάν θα καταλήξουν με επιτυχία», υπογραμμίζοντας πως η Ελλάδα έχει αγαστή συνεργασία με την κυπριακή πλευρά και ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στην ελληνική και στην κυπριακή πλευρά για την επιδίωξη θετικής για τα εθνικά συμφέροντα έκβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε την επιδίωξη της ελληνικής πλευράς λέγοντας ότι «προσπαθούμε να προλειάνουμε το έδαφος ούτως ώστε όταν και αν θα γίνει πολυμερής διάσκεψη, αυτή να καταλήξει θετικά, χωρίς περιθώρια εκβιασμών και blame game».
Εστιάζοντας στις συνομιλίες, ξεκαθάρισε ότι η διαπραγμάτευση πρέπει να είναι κυπριακής ιδιοκτησίας, διευκρινίζοντας ότι «τα θέματα που αφορούν αποκλειστικά την Κύπρο πρέπει να συζητηθούν κυρίως από την Κυπριακή Δημοκρατία, με την αυτονόητη και αμέριστη στήριξή μας, αλλά με κυπριακή υπογραφή». Παράλληλα, σημείωσε πως «εμείς πρέπει να εστιάσουμε στα δύο θέματα που αφορούν κυρίως εμάς», τα θέματα των εγγυήσεων και της απομάκρυνσης των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων. «Το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυήσεων που καθιέρωσε η Συνθήκη της Ζυρίχης, βάσει του οποίου έχουν δικαίωμα μονομερούς επέμβασης η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία και αντανακλά ένα καθεστώς του διεθνούς δικαίου απολύτως απαρχαιωμένο- δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες σήμερα-, υπονομεύει την ίδια την ανεξαρτησία ενός κυρίαρχου κράτους» επισήμανε.
Στη συνέχεια επέκρινε την Τουρκία λέγοντας πως δεν αφήνει περιθώρια αυτονομίας στην τουρκοκυπριακή πλευρά και ότι φαίνεται το μακρύ της χέρι σε κάθε στιγμή της διαπραγμάτευσης.
Επισήμανε, τέλος, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει τη χώρα γέφυρα της Ευρώπης με τα άλλα κράτη, αλλά και να αλλάξει τον συσχετισμό δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων που αντιμάχονται τη λιτότητα.
Εκτός από τα εθνικά ζητήματα ο κ. Κατρούγκαλος αναφέρθηκε και στα τρέχοντα θέματα της ελληνικής οικονομίας, τονίζοντας ότι ο στόχος είναι να κλείσει η β' αξιολόγηση χωρίς υποχωρήσεις, και να ρυθμιστούν τα θέματα του χρέους. Αυτό είναι προς το ελληνικό και το ευρωπαϊκό συμφέρον και κανείς δεν θέλει να τροφοδοτήσει με μια νέα εστία έντασης αυτές τις πολλαπλές κρίσεις που αυτήν τη στιγμή σοβούν στην ΕΕ, σημείωσε με το βλέμμα στραμμένο στο αυριανό δημοψήφισμα στην Ιταλία, την προεδρική εκλογή στην Αυστρία και τις εκλογικές αναμετρήσεις σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ εντός του 2017.
Αναφερόμενος ειδικότερα στο κομμάτι των εργασιακών που είναι αιχμή του δόρατος της β' αξιολόγησης, ο κ. Κατρούγκαλος έδωσε το στίγμα της ελληνικής γραμμής, τονίζοντας πως «επιδιώκουμε την αναστροφή της εργασιακής απορρύθμισης στο επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων». Υπό αυτό το πρίσμα, ανέδειξε τη θετική στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία, όπως είπε, «είναι πολύ κοντά στη θέση μας, ότι οποιαδήποτε λύση δεν μπορεί να αποστεί από το ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο».