Γιατί το ΣτΕ ακύρωσε το νόμο Παππά και τις πρακτικές σφοδρών "πιέσεων"

Πέμπτη, 27 Οκτώβριος, 2016 - 11:30

Σε -περίπου- ένα μήνα αναμένεται η καθαρογραφή της απόφασης της ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας με την οποία ακυρώθηκε ο νόμος Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες καθώς και η διαγωνιστική διαδικασία που έγινε μέσω αυτού του νόμου, προκαλώντας σοβαρές αναταράξεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Η χθεσινή απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας όμως γέννησε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό που έλυσε σχετικά με τις άδειες, καθώς έφερε στην επιφάνεια ένα βαρύ κλίμα που σοβούσε όλο αυτό το διάστημα και μετουσιώθηκε σε λόγια από την κυβερνητική εκπρόσωπο και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες οι οποίοι επέλεξαν να επιτεθούν με άνευ προηγουμένου σφοδρότητα στη Δικαιοσύνη γιατί "η απόφαση δεν της άρεσε", όπως έλεγε χαρακτηριστικά ανώτερη δικαστική πηγή. Μάλιστα ανώτεροι δικαστές εξέφραζαν την έντονη δυσφορία τους για τον τρόπο που αντιδρά η κυβέρνηση θεωρώντας ότι γεννάται βασικό ζήτημα διάκρισης εξουσιών: "δηλαδή λένε στους πολίτες επί της ουσίας να μην σέβονται τις αποφάσεις της δικαιοσύνης όταν δεν τους αρέσουν;", αναρωτήθηκε κορυφαίος δικαστικός παράγων, ο οποίος θύμισε πως το δικαστήριο αποφάσισε υπό το κράτος επιθέσεων και αμφισβητήσεων. Θύμισε δε πως κορυφαίος δικαστής, αντιπρόεδρος του δικαστηρίου, εν μέσω των διασκέψεων δέχτηκε ανοίκεια προσωπική επίθεση με δημοσιεύματα για την προσωπική του ζωή, και για τα οποία παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστά από το 2014 ο υπουργός Δικαιοσύνης επέλεξε να κάνει πειθαρχική έρευνα τώρα.
Τι έπαιξε ρόλο
Η μη εμπλοκή του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στην διαγωνιστική διαδικασία για τις τηλεοπτικές άδειες έγειρε την πλάστιγγα και έπαιξε τον κομβικό ρόλο στην διαμόρφωση της πλειοψηφίας στην κεκλεισμένων των θυρών 5η διάσκεψη της ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας. Η κρατούσα άποψη εξ αρχής όπως προκύπτει ήταν πως ο νόμος Παππά είναι επί της ουσίας αντισυνταγματικός αφού βάσει του Συντάγματος ήταν επιτακτική η διοργάνωση του διαγωνισμού από την ανεξάρτητη αρχή. Με βάση αυτή την παραδοχή περί αντισυνταγματικότητας του νόμου οι 14 από τους 25 ανώτατους δικαστές τάχθηκαν υπέρ της άποψης ότι μόνο το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο στο εξής -κατά την απόφαση- θα έχει την αρμοδιότητα να ρυθμίζει τα θέματα του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Ταυτόχρονα όσα έγιναν μέχρι σήμερα (διαγωνισμός, τίμημα, αριθμός αδειών κλπ) κατ εφαρμογής του νόμους που κρίθηκε αντισυνταγματικός είναι ως μη γενόμενα. Επίσης είναι ξεκάθαρο πως με την απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορεί να κλείσει- να πέσει μαύρο- σε κανένα κανάλι. 
Το ΕΣΡ και οι νέες προσωρινές άδειες
Στο θέμα όμως των προσωρινών αδειών το οποίο επικαλέστηκε η κυβέρνηση είναι προφανές, σύμφωνα με δικαστικές πηγές, πως και πάλι τίποτα δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς την εμπλοκή του ΕΣΡ. Χαρακτηριστικά δε ο καθηγητής Πάνος Λαζαράτος, ξεκαθαρίζει (σήμερα στο Capital.gr) ότι "οι προσωρινές βεβαιώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άλλη λέξη για τις προσωρινές άδειες για τις οποίες επίσης απαιτείται, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, ΕΣΡ και προσεκτική μελέτη από την ανεξάρτητη αρχή του ύψους του τιμήματος. Διαφορετικά την πρώτη αντισυνταγματικότητα θα ακολουθήσει μια δεύτερη, εξίσου μεγάλη, αν όχι ακόμα μεγαλύτερη. Και ο λαός μας κάνει λόγο για το δις εξαμαρτείν. Και το Ευαγγέλιο για την εσχάτη πλάνη η οποία έσεται μείζων της πρώτης".
Η άλλη άποψη
Υπάρχουν όμως και 11 ανώτατοι δικαστικοί που τοποθετήθηκαν διαφορετικά, εκφράζοντας την άποψη, ότι το δημόσιο συμφέρον και η μη δυνατότητα συγκρότησης του ΕΣΡ, δίνει το στίγμα συνταγματικότητας του νόμου Παππά. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι έγινε μόλις μια ψηφοφορία στη διάσκεψη η οποία αφορούσε την συνταγματικότητα ή μη και οι δικαστές δεν έθεσαν επί τάπητος άλλα ζητήματα που είχαν ακουστεί ως ενδιάμεσες λύσεις ή δυνατότητες του δικαστηρίου. Μια από αυτές ήταν να εκδοθεί προδικαστική απόφαση με την οποία θα καλούνταν η κυβέρνηση να συγκροτήσει ΕΣΡ εντός 3 μηνών και να εκκινήσει εκ νέου τη διαγωνιστική διαδικασία ή να επιβλέψει το σύννομο του εν εξελίξει διαγωνισμού. Αυτή η επιλογή στηριζόταν σε προεδρικό διάταγμα του 1989 που δίνει τέτοια δυνατότητα θεραπείας. Αυτό μάλιστα ήταν ένα σενάριο που είχε ιδιαίτερη απήχηση σε κυβερνητικούς κύκλους όμως δεν ευδοκίμησε.