«Eυτυχής Αυστρία»; Η οριακή ήττα της ακροδεξιάς, σύμπτωμα όλης της Ευρώπης
Η Βιέννη επέλεξε, για μόλις μερικές χιλιάδες ψήφους, για πρόεδρο έναν ανεξάρτητο υποψήφιο απέναντι στο «φιλικό πρόσωπο της ακροδεξιάς» και η κατάληξη του θρίλερ έκανε -όπως λένε Παρίσι ή Βερολίνο- την Ευρώπη «να αναπνεύσει ανακουφισμένη».
Ο νέος πρόεδρος υπόσχεται ενωτική στάση, όμως η ανακούφιση στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι περιορισμένη: Η περίπτωση της ευημερούσας Αυστρίας -στερώντας την «εξήγηση» της οικονομικής κρίσης- φωτίζει κάποιες από τις ρίζες του προβλήματος σε ολόκληρη την ήπειρο.
Ο Αλεξάντερ φαν ντερ Μπέλεν, τυπικά ανεξάρτητος που προέρχεται από τους Οικολόγους, επικράτησε τελικά με 50,3% έναντι 49,7% του ακροδεξιού Νόρμπερτ Χόφερ. Κι αυτό ενώ είχε μεσολαβήσει η καταβαράθρωση των υποψηφίων των δύο μεγάλων συγκυβερνώντων κομμάτων και η παραίτηση του καγκελαρίου.
Αυτό που ουσιαστικά συνέβη είναι ότι, ενώ μεταξύ των γύρων στις προεδρικές εκλογές η Αυστρία άκουγε από όλους τους πολιτικούς της πλην του ακροδεξιού FPÖ και από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πως ήταν κίνδυνος η επικράτηση ενός ακροδεξιού στην προεδρία, ο Χόφερ ενίσχυσε σημαντικά τη βάση του και έφτασε ελάχιστες ψήφους πριν την προεδρία.
Και αυτό με το προσωπείο του «ήπιου ακροδεξιού», σε αντίθεση με τον πολύ σκληρότερου προφίλ αρχηγού του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, με μία ρητορική εναντίον του «συστήματος και του κατεστημένου».
Ποιες είναι αυτές οι δύο Αυστρίες;
«Γράφτηκαν πολλά για ρήγμα στη χώρα μας, και τα ρήγματα υπήρχαν εδώ και καιρό και ίσως δεν τους είχαμε δώσει τη σημασία που έπρεπε» είπε ο Αλεξάντερ φαν ντερ Μπέλεν στην πρώτη του ομιλία ως πρόεδρος. «Θα χρειαστούμε άλλη κουλτούρα συζήτησης, μία πολιτική κουλτούρα που δεν θα είναι εσωστρεφής αλλά θα ασχολείται με τους φόβους και ακόμη και την οργή αρκετών σε αυτή τη χώρα» είπε.
«Από κοινού θα εργαστούμε για τη Δημοκρατία μας, από κοινού αλλά για τη Δημοκρατία σε όλη της τη διαφορετικότητα» τόνιζε, υπογραμμίζοντας σε πολλά σημεία την ανάγκη συνεργασίας και τον σεβασμό σε όλους τους ψηφοφόρους. Αντί για πόλωση, ο Μπέλεν είπε ότι είδε πολιτικοποίηση: «Η πολιτική δεν άφησε αδιάφορο τον κόσμο, ο κόσμος συζητούσε» όλη αυτήν την περίοδο για τον προεδρικό θώκο.
Ίσως αυτή η ερμηνεία του Μπέλεν για το... «εποικοδομητικό χάσμα» να είναι η θετική προδιάθεση να δει το ποτήρι μισογεμάτο. Ένα ποτήρι που μοιάζει με την απεικόνιση του εκλογικού αποτελέσματος στα γραφήματα, η μισή Αυστρία πράσινη και η άλλη μισή μπλε.
Ποιοι συνθέτουν αυτές τις δύο μισές Αυστρίες; Οι έρευνες των εταιρειών δημοσκοπήσεων σε όσους έβγαιναν από την κάλπη του δεύτερου γύρου δίνουν μία εικόνα.
Τον οικολόγο Μπέλεν ψήφισαν περισσότερο πολίτες με μέτριο και υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Τον προτίμησαν επίσης περισσότερο οι κάτοικοι αστικών κέντρων και επίσης οι γυναίκες. (Η σύνθεση αυτή, χωρίς την διάσταση του φύλου, εξηγεί και γιατί τελικά οι επιστολικές ψήφοι, κατά σημαντικό τμήμα από το εξωτερικό, έγειραν την πλάστιγγα).
Αντιθέτως, τον ακροδεξιό Χόφερ ψήφισαν περισσότερο πολίτες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και κάτοικοι της περιφέρειας. Όπως επίσης είναι ο κανόνας για το ακροδεξιό FPÖ, ισχυρότερη ήταν η μερίδα ανδρών σχετικά νεαρής και μέσης ηλικίας (30 με 59).
Διαφωτιστικότερες είναι οι προτεραιότητες και η αντίληψη του κάθε «στρατοπέδου» για το πώς έχουν τα πράγματα: Όσοι ψήφισαν τον Χόφερ πιστεύουν ότι η Αυστρία χρειάζεται έναν ισχυρό πρόεδρο, όσοι ψήφισαν τον Μπέλεν πιστεύουν το αντίθετο. Οι περισσότεροι που ψήφισαν τον Χόφερ δηλώνουν πως η ποιότητα ζωής τους θα επιδεινωθεί, όσοι ψήφισαν τον Μπέλεν θεωρούν πως θα μείνει η ίδια ή θα βελτιωθεί.
Για την ακροδεξιά, δεν είναι απαραίτητη η οξεία οικονομική κρίση
Τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ έχουν εδώ και καιρό παύσει να εκπλήσσονται από συμπτώματα ενίσχυσης της ευρωσκεπτικιστικής ακροδεξιάς και κατά κανόνα έψαχναν και στην οικονομική κρίση της ρίζες της. Αλλά η περίπτωση της Αυστρίας -περίπτωση σίγουρα ξεχωριστή, όπως όμως είναι και κάθε άλλη- δείχνει πως δεν χρειάζεται οξεία κρίση για στροφή στα δεξιά ή «επιστροφή» σε μία κοσμοθεωρία πριν την ευρωπαϊκή ενοποίηση (όσο συγκεχυμένα κι αντιφατικά κι αν επιτελείται). H παραδοσιακά Felix Austria (Ευτυχής Αυστρία) δεν χρειάστηκε να σφίξει το ζωνάρι για να κοιτάξει τελείως στα δεξιά.
Ακόμη και το βάρος του προσφυγικού είναι σχετικό. Για την Αυστρία, ήταν μεν η μείζων πρόκληση του τελευταίου χρόνου (η χώρα είχε γίνει δευτερευόντως προορισμός και ήταν κυρίως ο προτελευταίος σταθμός του ρεύματος προς τη Γερμανία και τη βόρεια Ευρώπη), όμως οι απτές, ορατές επιπτώσεις υπήρχαν κυρίως στις πόλεις κι όχι στην περιφέρεια -εκεί δηλαδή που δεν επικράτησε η ακροδεξιά.
Ένα από κεντρικά σημεία, κοινός παρονομαστής των αναλύσεων ειδικά στον αυστριακό Τύπο, είναι η απογοήτευση από την πολιτεία της συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και κεντροδεξιάς. Και αυτή περνά από το προσφυγικό (η Βιέννη είχε κάνει ενδιάμεσα στροφή στην στάση της) και πιο ορατό σύμπτωμα αυτής της διάστασης ήταν η παραίτηση του καγκελαρίου Φάιμαν.
Ωστόσο, είναι ίσως άστοχο να θεωρηθεί η μάχη Μπέλεν και Χόφερ «σύγκρουση» μεταξύ δεξιάς και αριστέρας. Ούτε οι μισοί Αυστριακοί προτιμούν τους Οικολόγους (πολλοί εξ όσων μάλιστα ψήφισαν τον Μπέλεν στο δεύτερο γύρο δήλωναν ότι το έκαναν απλώς για να «μην κερδίσει ο άλλος») ούτε θα μπορούσε ποτέ το FPÖ έστω και να ονειρευτεί 50% σε «κανονικές» εκλογές, όπως τις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2018.
Όπως ενδεικτικά αναφέρει ένας από τους επιφανέστερους αυστριακούς καθηγητές πολιτικής επιστήμης στην γερμανική Sueddeutsche Zeitung, ο Χούμπερτ Ζίκινγκερ, «το χάσμα δεν είναι μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, αλλά μεταξύ "αυτών εκεί πάνω και εμάς εδώ κάτω"».
Για τον Ζίκιγνκερ, η επικράτηση του Χόφερ σχετίζεται με την καλλιέργεια ενός δήθεν αντισυστημικού προσωπείου της ακροδεξιάς, τη σύνδεσή του με ξενοφοβικά αισθήματα (με συνειδητική επικοινωνιακή εκστρατεία που υπερτόνισε κάθε περιστατικό εγκληματικότητας στο εξωτερικό όταν μπορεί να αποδοθεί σε «εκεί ξένους») όπως και στο ότι ο ίδιος ο Χόφερ ήταν ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό και δεν είχε το «βάρος» σκληρών στελεχών του FPÖ.
Εν ολίγοις δηλαδή, το υπόβαθρο για την «παραλίγο νίκη» της ακροδεξιάς έδωσε ένα τμήμα ψηφοφόρων που κυριαρχείται περισσότερο από ανησυχία και φόβο για το μέλλον, ζητά έναν ισχυρό ηγέτη και δεν αισθάνεται ότι βρίσκεται (με κάθε έννοια) στο «κέντρο» της κοινωνίας -σχήμα δηλαδή που επαναλαμβάνεται και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης που καταγράφουν ενίσχυση της ακροδεξιάς, είτε τελούν υπό οικονομική κρίση είτε όχι.