Οι προκλήσεις των μεγάλων τραπεζών

Τρίτη, 18 Οκτώβριος, 2016 - 10:30

Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο, στο οποίο ρωτούν έναν οικονομολόγο οδηγίες για το πώς θα πάνε κάπου και αυτός απαντάει ότι θα ήταν καλύτερο να υποθέσουν πως δεν θα ξεκινήσουν από αυτό το σημείο. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη σήμερα. Σκεφτείτε το στρατηγικό δίλημμα με το οποίο είναι αντιμέτωποι: από την μια πλευρά, τα χαμηλότερα επιτόκια ασκούν πιέσεις στα έσοδα και στην ξεπερασμένη τεχνολογία που χρειάζεται ανανέωση.
Από την άλλη πλευρά, τα φουσκωμένα κόστη, η απειλή από νέους ανταγωνιστές και τα υψηλά επίπεδα κατακερματισμού της αγοράς που περιορίζουν τη δυνατότητα παρέμβασης στις τιμές, οδηγούν σε απογοητευτικές αποδόσεις και χρηματιστηριακές αποτιμήσεις που φαίνονται αρκετά χαμηλότερες από τη θεωρητική αξία των δραστηριοτήτων τους. Ρωτήστε έναν πρωτοετή φοιτητή σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα MBA για να σας υποδείξει τις στρατηγικές επιλογές μιας βιομηχανίας που αντιμετωπίζει αυτές τις προκλήσεις και η πρώτη πρόταση στη λίστα τους θα είναι η προσαρμογή: μείωση του κόστους, βελτίωση της δυνατότητας τιμολόγησης και αύξησης της κερδοφορίας.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές -σε μια προσπάθεια να λύσουν το πρόβλημα των «πολύ μεγάλων για να αποτύχουν» τραπεζών- έχουν δημιουργήσει κανονισμούς που είναι πιο αυστηροί όσο μεγαλύτερη είναι η τράπεζα, είτε για τους κεφαλαιακούς δείκτες, είτε για την έκδοση χρέους που μπορεί να απορροφήσει ζημίες, για το πώς είναι διαρθρωμένες ή για το πόσο πληρώνουν τους υπαλλήλους τους. Οπότε, αν και η σύσταση των φοιτητών των κορυφαίων οικονομικών σχολών μπορεί να είναι η προσαρμογή, στον πραγματικό κόσμο είναι το τελευταίο που κάνουν οι τράπεζες.
Αν η προσαρμογή δεν είναι εφικτή, ποια είναι η δεύτερη επιλογή; Στη δεύτερη θέση των στρατηγικών επιλογών, ένας φοιτητής θα έβαζε τη διάσπαση. Αυτή ήταν η μοίρα των κολοσσών που υπέφεραν από αντίστοιχα μεγάλες περιόδους χαμηλών χρηματιστηριακών αποτιμήσεων, αρκετά κάτω από την εύλογη αξία. Στη δεκαετία του 1990, οι δυνάμεις αυτές οδήγησαν εταιρείες όπως η ICI και ο βιομηχανικός γίγαντας BTR να διαλυθούν σε μικρότερα κομμάτια που διοικήθηκαν με πιο αποτελεσματικό τρόπο και κατάφεραν να δημιουργήσουν αξία για τους μετόχους τους. Σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε ένας ακτιβιστής επενδυτής για να πυροδοτήσει μια ριζική λύση. Η Zaneca αποκολλήθηκε από την ΙCI ως απάντηση σε μια εχθρική κίνηση της Hanson plc.
Oπότε που βρίσκονται σήμερα οι ακτιβιστές που θα πιέσουν για την διάλυση μεγάλων τραπεζών; Που είναι ο λόρδος Hanson του 2016; Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι έχουν βάλει στο μάτι εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αλλά μέχρι σήμερα ο αντίκτυπος είναι περιορισμένος. Ο Carl Ichan είχε κάποια επιτυχία στο να πιέσει την ασφαλιστική AIG να πουλήσει ορισμένα στοιχεία ενεργητικού από τότε που έγινε μέτοχος. Το ValueAct, το ακτιβιστικό fund που έγινε μέτοχος της Morgan Stanley αυτό το καλοκαίρι, έχει ως τώρα απλά επιβεβαιώσει τη στήριξη του για την σημερινή διοίκηση και τη στρατηγική της.
Για πολλούς επενδυτές που φιλοδοξούν να ταράξουν τις αγορές, οι τράπεζες είναι υπερβολικά πολύπλοκες. Αυτό ισχυρίζονται και οι ίδιοι οι CEO των τραπεζών όταν υπερασπίζονται τις αυτοκρατορίες τους. Η πολυπλοκότητα αυτή εμφανίζεται σε πολλά σημεία: στις πηγές χρηματοδότησης που ρέουν μέσα στον όμιλο, στις κοινές πλατφόρμες ΙΤ, στο κεφάλαιο που παγιδεύεται σε λάθος σημεία και στις πολύπλοκες νομικές δομές. Η υποψία, τελικά, είναι πως οι διευθύνοντας σύμβουλοι διογκώνουν την πολυπλοκότητα αυτή για να προστατέψουν τους τομείς τους. Άλλωστε, υπάρχει μια ξεκάθαρη θετική σχέση ανάμεσα στο μέγεθος των τραπεζών και τις αμοιβές των στελεχών.
Αλλά αν δεν υιοθετήσει κανείς μια κυνική στάση, τα τελευταία νέα στηρίζουν την υπόθεση της υπερβολικά μεγάλης πολυπλοκότητας. Αρκεί να αναλογιστεί την περίπτωση των Lloyds και RBS, οι οποίες επειδή διασώθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκάστηκαν να αποχωριστούν ένα μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους. Υπολογίζεται πως κοστίζει στη Lloyds περίπου 2,5 δισ. στερλίνες στην Lloyds να διαχωριστεί από την TSB, ενώ ο λογαριασμός για την RBS για την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Williams & Glyn είναι 1,5 δισ. στερλίνες και ανεβαίνει. Και στις δύο περιπτώσεις, το ενεργητικό που διαχωρίστηκε αντιστοιχούσε μόλις στο 3% της κάθε τράπεζας.
Το συμπέρασμα των παραπάνω για τους μετόχους είναι αρνητικό. Σε αντίθεση με άλλες βιομηχανίες, οι τράπεζες δεν μπορούν να εφαρμόσουν σχέδιο προσαρμογής που θα οδηγήσει σε υψηλότερα κέρδη, αλλά η διάλυση τους σε πολλά κομμάτια μπορεί να καταστρέψει μεγαλύτερη αξία για τους μετόχους από αυτή που θα δημιουργήσει. Πραγματικά, δεν θα ήθελε κανείς να ξεκινήσει από αυτό το σημείο.