Η Γερμανία πρέπει να πάρει στα σοβαρά το Brexit
Η κρίση του Brexit αποκαλύπτει τις αυταπάτες που διέπουν μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής –στα αριστερά και στα δεξιά. Πάρτε για παράδειγμα τη συνέντευξη που δόθηκε από τον Jo Leinen, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες, στο online περιοδικό EurActiv στις 15 Ιουνίου. Εάν η Βρετανία αποχωρήσει από την ΕΕ, δήλωσε ο Leinen, "η Γερμανία και η Γαλλία θα πρέπει να λάβουν την πρωτοβουλία να στείλουν ένα μήνυμα ότι, παρά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, η ενοποίηση θα συνεχιστεί και οι ανησυχίες των πολιτών της ΕΕ θα πρέπει να ληφθούν πιο σοβαρά υπόψη".
Ναι, καλά. Μεταξύ των ανησυχιών των πολιτών ανά την Ευρώπη, το μεγαθήριο της ολοένα και πιο στενής ένωσης στέκεται πολύ ψηλά. Στη διάρκεια της εβδομάδας πριν από την συνέντευξη του Leinan, μια δημοσκόπηση από το ερευνητικό κέντρο Pew, διαπιστώνει ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε 10 κράτη-μέλη, δεν θέλει περαιτέρω ενοποίηση αλλά θα προτιμούσε τον επαναπατρισμό περισσότερων εξουσιών στα εθνικά κοινοβούλια των χωρών τους.
Πραγματικά, η Βρετανία δεν είναι σε καμία περίπτωση το πιο ευρωσκεπτικιστικό κράτος στην ΕΕ. Ενώ το 48% των Βρετανών έχουν αρνητική εικόνα για την ΕΕ, στην Ελλάδα, όπως ήταν αναμενόμενο, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 71%. Στη Γαλλία, για την οποία ο Leinen βλέπει ότι στέλνει ένα μήνυμα πως η ενοποίηση θα συνεχιστεί, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 61%, στην Ισπανία στο 49%, και στην Ολλανδία στο 46%. Μόνο που αυτοί οι άνθρωποι δεν παίρνουν μέρος σε ένα δημοψήφισμα για παραμονή στην ΕΕ. Ακόμη.
Το γεγονός είναι ότι ένα αποτέλεσμα υπέρ του Brexit θα ενθάρρυνε τους ευρωσκεπτικιστές ανά την ήπειρο να απαιτήσουν παρόμοιες ψηφοφορίες. Η Δανία, η Γαλλία και η Ολλανδία είναι χώρες που έρχονται αμέσως στο μυαλό και η Αυστρία και η Τσεχία και η Σουηδία δεν είναι πολύ μακριά. Ωστόσο ο Leinen λέει φαιδρά ότι "φαντάζονται το ακριβώς αντίθετο από αυτό το σενάριο, όπου το σοκ στην πραγματικότητα θα μας φέρει πιο κοντά". Και ο γάιδαρος πετάει.
Έχει ενδιαφέρον και προκαλεί ανησυχία στη Βρετανία και στην Ευρώπη στο σύνολό της, ότι ο αριστερός Leinen ταυτίζεται με τον συντηρητικό στα δημοσιονομικά Wolfgang Schaeuble, τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, για το πώς θα διαχειριστεί η Βρετανία εάν ψηφίσει την έξοδο από την ΕΕ. "Δεν μπορεί να υπάρχουν επιπλέον λουκάνικα για τη Βρετανία. Αντιθέτως, το Brexit θα έχει ένα τίμημα για την χώρα. Οι Βρετανοί θα πρέπει να πληρώσουν για να εγκαταλείψουν την ΕΕ", τόνισε ο Leinen.
Η ανεύθυνη ρητορική του "Gott strafe England" (είθε ο Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία), απηχεί τις δηλώσεις του Schaeuble στο Der Spiegel, στις οποίες ο αντ αυτού της Angela Merkel δήλωσε στις 10 Ιουνίου ότι η Βρετανία θα βρεθεί έξω από την ενιαία αγορά εάν αφήσει την ΕΕ. "Εντός είναι εντός. Εκτός είναι εκτός", δήλωσε ο Schaeuble, κάτι που είναι ασφαλώς ανοησία δεδομένου ότι το κόμμα του πάντα ήταν υπέρ του να προσφέρει στην Τουρκία μια προνομιακή εταιρική σχέση –ούτε μέσα ούτε έξω. Για να μην αναφέρουμε το καθεστώς που απολαμβάνουν οι Νορβηγία και Ελβετία. Η τελευταία αποφάσισε με δημοψήφισμα τον Φεβρουάριο του 2014 ότι θα επαναδιαπραγματευόταν τους όρους της σχέσης με την ΕΕ για να επιλέξει την εξαίρεση από τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων.
Αυτό που κάνει ο Schaeuble δεν δηλώνει, όπως έχουν υποθέσει ορισμένοι καλοπροαίρετοι ερμηνευτές, ότι η Βρετανία θα υπομείνει κάποια οικονομική δυσκολία εάν εγκαταλείψει την ΕΕ. Ο ίδιος, όπως ο Leinen, παρουσιάζει κάποιες καλυμμένες απειλές για να αποτρέψει άλλες χώρες της ΕΕ να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας.
Ωστόσο, καθώς ο Leinen υπερτιμά (για να το θέσω ηπίως) την γαλλική διάθεση για περισσότερη ενοποίηση, ο Schaeuble υπερτιμά την δύναμη των γερμανικών απειλών, ιδιαίτερα σε μια Ευρώπη μετά το Brexit. Ακόμη και πριν από την κρίση του Brexit, η ΕΚΤ υπονόμευε τις πολιτικές λιτότητας του Schaeuble, με συνενοχή του ΔΝΤ από τη μία πλευρά και της Γαλλίας από την άλλη. Η Ιταλία περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να προτείνει νέα μεγάλα σχέδια δαπανών για την ευρωζώνη. Η Γερμανία θα βρεθεί στην αμήχανη θέση του να είναι η μόνη βιώσιμη μεγάλη οικονομία στην ΕΕ και καταδικασμένη να κάνει σχεδόν οτιδήποτε για να κρατήσει ενωμένη την ευρωζώνη.
Τα κράτη μη μέλη της ευρωζώνης στο μεταξύ, αποδυναμωμένα από την αποχώρηση της Βρετανίας, σίγουρα θα έδιναν μάχη με νύχια και με δόντια για να προστατεύσουν τις εξαιρέσεις που έχουν και να κρατήσουν ανοιχτές τις επιλογές τους σε περίπτωση που υποχρεωθούν από τους δικούς τους λαϊκιστές να θέσουν τη συμμετοχή της στην ΕΕ σε δημοψήφισμα. Καμία από αυτές τις χώρες δεν θέλει να αυξήσει την γερμανική ισχύ με το να υποκύψει στις γερμανικές πιέσεις για τιμωρία της Βρετανίας. Το "έχουμε τρόπους να σε πείσουμε να μείνεις!", δεν έχει μεγάλη απήχηση έξω από τη Γερμανία.
Για να αναφέρουμε δύο μόνο περιπτώσεις: η Ιρλανδία και η Πολωνία, οι οποίες έχουν μεγάλο αριθμό ομογενών στη Βρετανία, με δυσκολία θα αγωνιστούν για να εξαιρεθεί το Ηνωμένο Βασίλειο από την ενιαία αγορά, αν αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες τους θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω.
Παρόμοιες ανησυχίες θα οδηγούσαν τις τρεις χώρες της Βαλτικής να αναζητήσει μια διευθέτηση με την Βρετανία. Οι νέοι άνθρωποι στις ρωσόφωνες μειονότητες βλέπουν την Βρετανία ως τον κύριο προορισμό για σπουδές και εργασία. Η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία την βλέπουν ως μια βαλβίδα ασφαλείας, εκτονώνοντας τις πιθανές εντάσεις με τους ανθρώπους που θα μπορούσαν σε διαφορετική περίπτωση να δυσαρεστηθούν και να στραφούν στην μητέρα πατρίδα.
Η οποία, τελικώς, εφιστά την προσοχή για τον γορίλα στο δωμάτιο. Παίζοντας σκληρό παιχνίδι με τη Βρετανία πριν και μετά το δημοψήφισμα, είναι τόσο κοντόφθαλμο όσο το να επιχειρηθεί μια όλο και πιο στενή ένωση ενάντια στις επιθυμίες των μεγάλων μειονοτήτων –σε ορισμένες περιπτώσεις, πλειοψηφιών- ανά την ΕΕ. Ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει περισσότερα.
Αυτό που χρειάζεται η ΕΕ είναι να φέρει αποτελέσματα στις θέσεις εργασίας και την ευημερία, στη δημοκρατία και την επικουρικότητα, στην ασφάλεια των συνόρων και ιδιαίτερα, στην αλληλεγγύη έναντι των απειλών από την Ανατολή. Η Ρωσία εκμεταλλεύεται την ευρωπαϊκή κρίση: δεν υπάρχει ανάγκη να παίξουμε το παιχνίδι του Putin. Οι Γερμανοί πολιτικοί πρέπει να σταματήσουν να μιλούν ανεπίσημα και να το πάρουν στα σοβαρά.