ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
Ετη ασφάλισης, συντάξιμες αποδοχές και νέα μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης αποτελούν το εκρηκτικό κοκτέιλ που ανατρέπει το ύψος των συντάξεων όσων αποχωρούν από την εργασία μετά τις 13 Μαΐου 2016, ενώ καθοριστικό ρόλο στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις αναμένεται να παίξει το ύψος αλλά και το... υπό διαπραγμάτευση μέλλον της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς. Οι εγκύκλιοι του υπουργείου Εργασίας που βάζουν φωτιά στο ασφαλιστικό τοπίο εκδόθηκαν αργά το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής, παρότι ο νόμος Κατρούγκαλου ψηφίστηκε πριν από περίπου 7 μήνες. Φωτογραφίζουν δε, τους μεγάλους χαμένους της πρόσφατης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, με τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους που όλα τα προηγούμενα έτη κατέβαλαν σχετικά χαμηλές εισφορές, οι οποίες υπολογίζονταν επί τεκμαρτών εισοδημάτων, καθώς και μισθωτούς με υψηλές αποδοχές και πολλά χρόνια ασφάλισης να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Αναλυτικά, βάσει των εγκυκλίων διευκρινίζεται ότι είτε πρόκειται για τις νέες συντάξεις είτε για τις παλαιές που θα επανυπολογισθούν και θα συμπληρωθούν με την προσθήκη της «προσωπικής διαφοράς», η σύνταξη θα αποτελείται από την εθνική και την ανταποδοτική.
Η πλήρης εθνική σύνταξη είναι 384 ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Οσοι αποχωρούν με 15-20 έτη θα λάβουν εθνική σύνταξη μειωμένη κατά 2% για κάθε έτος που υπολείπεται της 20ετίας και επίσης ποσό αυστηρά αναλογικό των ετών, μηνών και ημερών ασφάλισης που έχουν. Ως πλαφόν μείωσης ορίζεται το 30% (δεν ισχύει η επιπλέον μείωση του 10% που προέβλεψε το τρίτο μνημόνιο). Η απομείωση της εθνικής για όσους έχουν λιγότερα από 20 χρόνια ισχύει και για τους αναπήρους, ενώ το σύστημα πλέον είναι ενιαίο και οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και για ελευθεροεπαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους.
Προσοχή. Ξεκαθαρίζεται ότι πλασματικοί χρόνοι που έχουν αναγνωριστεί χωρίς εξαγορά συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση της εθνικής σύνταξης, όχι όμως και της ανταποδοτικής.
Αντίθετα, οι πλασματικοί που εξαγοράζονται συνυπολογίζονται τόσο για την εθνική όσο και την ανταποδοτική, λαμβάνοντας όμως υπόψη το γεγονός ότι η καταβληθείσα εισφορά αντιστοιχεί σε τεκμαρτό μισθό και όχι στο πραγματικό εισόδημα.
Το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης θα εξαρτάται από τις συντάξιμες αποδοχές από το 2002 και μετά, τον ακριβή πραγματικό χρόνο ασφάλισης και τους νέους μειωμένους συντελεστές αναπλήρωσης που εφαρμόζονται κλιμακωτά. Για την εύρεση των συντάξιμων αποδοχών των μισθωτών συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές. Οι αποδοχές του ασφαλισμένου προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία όμως δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί από τη Στατιστική Αρχή. Οταν δεν υπάρχει ακέραιο έτος, το ποσοστό αναπλήρωσης υπολογίζεται ως αναλογία με μαθηματική ακρίβεια ημέρας ασφάλισης.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες/αυτοαπασχολουμένους ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται οι θεωρητικές αποδοχές που προκύπτουν από τη μετατροπή των τεκμαρτών κατηγοριών στις οποίες κατέβαλλαν εισφορές, σε μισθό.
Σε περίπτωση καταβολής μειωμένων εισφορών, μειώνεται αντίστοιχα και το ποσό της ασφαλιστικής κατηγορίας επί της οποίας υπολογίζονταν οι εισφορές. Προβλέπεται, επίσης, πως οι αποδοχές θα προσαυξάνονται αν υπήρχαν κοινωνικοί πόροι.
Προσοχή. Ως χρόνος ασφάλισης πλέον νοείται το σύνολο των ημερών ασφάλισης από την πρώτη ημέρα ένταξης στο σύστημα μέχρι την προηγούμενη της ημερομηνίας εξόδου.
Εως τον Σεπτέμβριο του 2017 θα πρέπει να επανυπολογιστούν όλες οι ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις. Η νέα σύνταξη θα προκύπτει ως άθροισμα της εθνικής-ανταποδοτικής και η διαφορά με την παλαιά σύνταξη θα μπαίνει στο «κουτάκι» της «προσωπικής διαφοράς» του συνταξιούχου. Μάλιστα, βάσει της νέας εγκυκλίου, για τον καθορισμό της προσωπικής διαφοράς θα συγκρίνονται τα δύο καθαρά ποσά προ φόρου, κάτι που στην πράξη σημαίνει ότι ενσωματώνονται όλες οι προηγούμενες μνημονιακές μειώσεις. Επίσης, προβλέπεται προσωπική διαφορά ανά συνταξιούχο και για την εισφορά υπέρ ΑΚΑΓΕ και υγεία, ενώ στον μηχανισμό αυτό μπαίνουν και τυχόν καταβαλλόμενα οικογενειακά.
Ειδικά για το 2016, εάν παλαιά και νέα σύνταξη έχουν διαφορά μεγαλύτερη του 20%, η σύνταξη θα είναι μειωμένη κατά το ήμισυ (10%). Αν ο ασφαλισμένος αποχωρήσει το 2017, θα λάβει το 1/3 της προσωπικής διαφοράς κι αν φύγει το 2018 το 1/4 αυτής.